- τυφλοσ(ο)ύρτης
- ο1. αυτός που σέρνει, που καθοδηγεί τυφλό.2. μτφ., πρόχειρο και πρακτικό βοήθημα, με το οποίο βρίσκει κανείς κάτι άκοπα και μηχανικά: Οι σχολικές μεταφράσεις είναι τυφλοσύρτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.